- γαληρός
- γαληρός,A = γαλερός, Hsch. [full] γαληψός, a plant, Id., AB 230. [full] γάλι· ἱκανόν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
γαλερός — γαλερός, ά, όν (Α) εύθυμος, ιλαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε ερός (πρβλ. στυγ ερός, κρατ ερός κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
geli-, glī- — geli , glī English meaning: mouse Deutsche Übersetzung: “Maus under likewise” Material: O.Ind. girí ḥ, girikü f. “ mouse “ (Lex.); Gk. γαλέη (*gelei̯ ü, originally “ the murine “?) “weasel, marten”, from which borrowed Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary